- ἀίδρυτος
- ἀΐδρῡτος , ἀίδρυτοςunsettledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αΐδρυτος — ἀίδρυτος και ἀνίδρυτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος, άνεστιος 2. ασταθής, μεταβαλλόμενος, άστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ(ν) στερητ. + ἱδρύω] … Dictionary of Greek
ἀνίδρυτον — ἀνίδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled masc/fem acc sg ἀνίδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled neut nom/voc/acc sg ἀνίδρυτος unsettled masc/fem acc sg ἀνίδρυτος unsettled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίδρυτον — ἀΐδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled masc/fem acc sg ἀΐδρῡτον , ἀίδρυτος unsettled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίδρυτος — η, ο (Α ἀνίδρυτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ανιδρυθεί αρχ. αΐδρυτος* … Dictionary of Greek
κακοΐδρυτος — κακοΐδρυτος, ον (Α) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἀΐδρυτος) κακώς ιδρυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἱδρύω] … Dictionary of Greek
σκώλος — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας κοντά στον Κιθαιρώνα, όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, εκεί κατασπαράχτηκε από τις Μαινάδες ο βασιλιάς Πενθέας, επειδή είχε περιφρονήσει τη λατρεία του Διόνυσου. * * * (I) ὁ, Α 1. πάσσαλος με οξύ το ένα του άκρο,… … Dictionary of Greek
ἀνιδρύτοις — ἀνιδρύ̱τοις , ἀίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl ἀνίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιδρύτοισιν — ἀνιδρύ̱τοισιν , ἀίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνίδρυτος unsettled masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιδρύτου — ἀνιδρύ̱του , ἀίδρυτος unsettled masc/fem/neut gen sg ἀνίδρυτος unsettled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιδρύτους — ἀνιδρύ̱τους , ἀίδρυτος unsettled masc/fem acc pl ἀνίδρυτος unsettled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)